συμφώνως

συμφώνως
επίρρ. см. σύμφωνα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμφώνως" в других словарях:

  • συμφώνως — ΝΜΑ, και σύμφωνα Ν βλ. σύμφωνος …   Dictionary of Greek

  • συμφώνως — σύμφωνος agreeing in sound adverbial σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφώνως — συμφώνως , σύμφωνος agreeing in sound adverbial συμφώνως , σύμφωνος agreeing in sound masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμφωνος — η, ο / σύμφωνος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμφωνος Α 1. μουσ. (για φωνή ή ήχο) αρμονικός 2. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία, σε ακολουθία με κάποιον ή με κάτι («ὁ βίος σύμφωνος τοῑς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Symbole de Chalcédoine — Le Symbole de Chalcédoine est une formule de profession de foi datant de 451. Il fut adopté par le IVe Concile ocuménique (Concile de Chalcédoine). Il définit l union hypostatique des deux natures du Christ exprimé dans l extrait suivant :… …   Wikipédia en Français

  • Халкидонский Символ веры — В этой статье слишком короткое вступление. Пожалуйста, дополните вводную секцию, кратко раскрывающую тему статьи и обобщающую её содержимое. Халкидонс …   Википедия

  • ομαρές — ὁμαρές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁμοῡ, συμφώνως». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. Ομάριος] …   Dictionary of Greek

  • ομόνους — ὁμόνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει την ίδια γνώμη με κάποιον άλλο, σύμφωνος. επίρρ... ὁμονόως (Α) σύμφωνα με κάτι, συμφώνως, ομοψύχως, ομοφρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + νοῦς, νοός] …   Dictionary of Greek

  • συμφωνούντως — Α επίρρ. συμφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. συμφωνῶν, οῦντος τού συμφωνῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • συναδόντως — Α επίρρ. συμφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. συνᾴδων, οντος τού συνᾴδω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»